Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

Aιγαιοπελαγίτικο

Aιγαιοπελαγίτικο


Από την ποιητική συλλογή "Φρέγια"


Πέρ' απ' τα ήσυχα ακρογιάλια της Μεσόγειος,

πάν' από κλήματα τ' Αυγούστου ιδρωμένα

πέταξες,

σ' ουρανούς ασυννέφιαστους,

στη γη της Επαγγελίας.

Πουλιά λευκά σ' ακολουθούν.

Αγέρας,

γεμάτος αρμύρα κι υποσχέσεις,

σε χτυπάει,

μπάτης θαλασσινός

από τη γη τ' Ατρέα.

Κι εσύ,

Θεός της θάλασσας ατάραχος,

το βλέμμα στρέφεις

στων Αχαιών τη χώρα.

Πέταγμα γλάρων γοργοφτέρουγων

παν' απ' το κύμα.

Όστρακα γυαλίζουν στο στήθος της Σαλώμης

που σε καλεί απανωθέ της.

Φίλντισι τα χέρια,

φύκια τα μαλλιά,

κοράλι για τα χείλη.

Χορός του πέλαγου

για σένα και για μένα.

Τ' όνειρο γίνηκε θάλασσα

κι ήλιος που πελεκάει τις σάρκες,

σπίτια λευκά

κι άνεμος

να φουσκώνει τις αναστάτωσες.

Ανεμώνες λυγερόκορμες

χορεύουν στου ορίζοντα τα βάθη.

Κόκκινο της ζωής,

πράσινο του πελάγους

και χρυσαφένιο του ήλιου.

Γοργόνες σφυρίζουν στα καράβια

και τα δελφίνια να ερωτεύονται τη θάλασσα.

Γαλάζιο τ' ουρανού,

μαβί για το ξημέρωμα.

Κι εγώ να καρτεράω

με τα μαλλιά λιτά στον άνεμο

αντένες καραβιών τρικάταρτων.

Τέλος δεν έχει η προσμονή,

άκρη δεν έχει η θάλασσα.

Κοχύλια οι Τρίτωνες μου κρεμάγαν στο λαιμό.

Η μέρα σφύριξε πέντε

βαπόρι που αχνοχάνεται στο βάθος.

Κι εγώ απ' το βυθό

αστερίες να μαζεύω

καταμεσής στο πέλαγος.

Μάτια γεμάτα θαλασσινή άρμη

με προστάζουν,

μάτια του χαμού

μ' ορίζουν

κι εσύ Αϊ Γιώργης

καβάλα σ' άσπρο άλογο.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Μπαλάντα στον ιδανικό εραστή

Μπαλάντα στον ιδανικό εραστή

Από την ποιητική συλλογή "Φρέγια"


Χελιδόνια του Μαρτιού να σκίζουν ουρανούς κόκκινους

κι εγώ τις νύχτες ν' αφουγκράζομαι το βογκητό των άστρων.

Κι εσύ στα μάτια να κρατάς αβεβαιότητα.

Οι χούφτες σου γεμάτες απ’ το τελευταίο χιόνι του χειμώνα

Το άγγιγμά σου ανατριχίλα γης νωπής κάποιου Μαγιάτικου

απόβροχου.

Ταγκό του πάθους Αργεντίνικο.

Άλογα λευκά με φτερά μολυβένια

κινάνε αγκομαχώντας για τη Δύση.

Άμποτε να γινόμουν κουρνιαχτός κάτω απ’ τα πόδια τους.

Μια γεύση λησμονιάς πλανιέται τούτο το απόβραδο.

Φουσκώνουν τα κύματα της Ατλαντίδας εκεί,

στα μακρινά του ορίζοντα τα βάθη.

Κι έγινε το βλέμμα σου φεγγάρι τ' Αυγούστου

να φωτίζει της ψυχής μου τα ξέφωτα.

Κι έγινε η ανάσα σου αγέρας ζεστός

που αναστατώνει τα στάχυα.

Ο θάνατος με χαιρετάει πίσω απ' τις σφαλισμένες γρίλιες.

Τ' όνειρο το 'χασα κάποια βραδιά που φύσαγε μέσα στην πόλη.

Τ' όνειρο φάνηκε στα πράσινα κύματα που σπάζουν μες στα μάτια σου.

Ταγκό του πάθους Αργεντίνικο.

Δάκρια πουλιά

Δάκρια πουλιά

Από την ποιητική συλλογή "Φεγγαρόφωτο"

Το τόξο του φεγγαριού

σημάδεψε τον έρωτα,

διαπέρασε την Πούλια,

ξεχύθηκε στο Γαλαξία

και τρύπησε την καρδιά μου.

Ματωμένες μπιγκόνιες λυγίζουν

στο βογκητό του σκοταδιού.

Κι εσύ, με της γάτας το πάτημα,

απλώνεις τα εαρινά όνειρα,

καρβέλια ψωμί,

στο τραπέζι της νύχτας.

Εραστής των κυμάτων

και των Φθινοπωρινών αναμνήσεων,

λυτρωτής των ραγισμένων στιγμών,

εξομολογητής του Έσπερου.

Κομματιασμένα δευτερόλεπτα

σπάζουν ολόγυρά σου

καθώς βαδίζεις στητός

στο δρόμο για το θάνατο.

Αντέστε να φέρετε την άνοιξη

που κρύφτηκε στην παγωνιά.

Αντέστε να μαζέψετε τον ήλιο

που σκόρπισε στη θάλασσα.

Αντέστε στη γη της ανεμώνας,

μαζέψτε τις αναμνήσεις

απ’ τις δροσοσταλίδες,

κεντήστε την προσμονή

με τα όνειρα,

έστω κι αν η μέρα της χίμαιρας

ξημερώσει μακριά μας.

Δάκρια πουλιά

οι θύμισες του έρωτα

θα ξεχυθούν στις στείρες αγκαλιές

και θ’ αναστήσουν το σώμα που κοιμάται,

μέσα απ’ τα μάτια,

μέσα απ’ τις αβέβαιες στιγμές,

μέσα απ’ τα σφαλισμένα χείλη…

Ίμερος

Ίμερος



Από την ποιητική συλλογή "Όνειρο"


Οι μέρες, που κράτησαν τον άνεμο,

διαβήκαν.

Μέρες που ' χαν για μάτια

κοχύλια άσπρα,

όμοιες πουλιά,

που χάθηκαν σε μακρινό ουρανό.

Μέρες απ' τον αφρό της λησμονιάς φτιαγμένες,

της ηδονής και της χίμαιρας.

Τον έρωτα τον γεύτηκα

μέσα σ' όστρακο πράσινο

στο χρώμα της θάλασσας,

κάθε που σκάλιζα οράματα

στα πέλαγα που με ζώναν.

Γούβες έκαν' η μοναξιά

μες στην ψυχή μου

και μέσα χάντρα, το μάτι της θύελλας.

Κι ύστερα ήρθες,

μαζί με τη νύχτα.

Μπαλάντες του χαμού

με πήγαν σε κόσμους άγνωστους.

Μπαλάντες του αλαργινού

μου όρισαν το δρόμο.

Έσταξ’ η νύχτα έρωτα

μέσ’ απ' των αστεριών τις ασημένιες κόχες.

Κι εγώ με φεγγαρόφωτο έκλεινα

τις χαραμάδες του κορμιού σου.

Όνειρα του γιασεμιού και του ίμερου

με κύκλωσαν.

Τι είναι τ' αληθινό και τι είναι ψεύτικο;

Όσο κι αν έψαξα δε βρήκα.

Μόνο τη γεύση κράτησα

από την αχλή των στιγμών

και τ' αστέρι τριαντάφυλλο,

να το φοράω στο στήθος.