Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Κύκνειο Άσμα

Κύκνειο Άσμα
από την ποιητική συλλογή "ΟΝΕΙΡΟ"


Νύχτα του κοραλλιού και της αράχνης
σταλακτίτες έρωτα κρέμονται βουβοί στον ορίζοντα.
Νύχτα του γιασεμιού και της παλίρροιας
σε κρυστάλλους μοναξιάς η ψυχή μου φυλακίστηκε.
Στην τελευταία ακτίνα του ήλιου ακροβάτησα
που χάθηκε στο πέλαγος.
Στο λυκόφωτο της μέρας υπνοβάτησα
που έσβησε μακριά μου.
Νύχτα από κεχριμπάρι κι αμάραντο
τρύπια τα όνειρά μου στάζουν αδιέξοδα.

Μάγια Μποντζώρλου

Η τσιγγάνα

Η τσιγγάνα
από την ποιητική συλλογή "ΟΝΕΙΡΟ"

Αϊ αϊ αϊ θεριεμένα ποτάμια
αϊ αϊ αϊ μπουμπουκιασμένη χώρα
αϊ αϊ αϊ ένα παιδί με φωνάζει.
Όρθια στέκεται η τσιγγάνα
με τα μεγάλα μάτια και το χέρι στο μέτωπο.
Όρθια μετράει το τελείωμα του κάμπου
και το κίτρινο της θημωνιάς,
μαύρα μαλλιά της σκοτεινιάς
κόκκινα χείλη της άνοιξης
και στο βλέμμα το πέταγμα.
Αϊ αϊ αϊ ένα παιδί με φωνάζει.
Ωραία τσιγγάνα λύσε το μαντήλι σου
ωραία τσιγγάνα κράτησε το χέρι μου
αϊ αϊ αϊ ένα πουλί με ζητάει.
Πόσο κρατάει το πέταγμα ως το θάνατο
πόσο κρατάει της άνοιξης το φίλημα
αϊ αϊ αϊ πόσο κρατάει.
Κάμποι φορτωμένοι μ’ αρώματα
κάμποι μυρωμένοι με άνοιξες
όνειρο της βροχής και του σύννεφου
αϊ αϊ αϊ η ζωή με φωνάζει.

Μάγια Μποντζώρλου

Μεσάνυχτα

Μεσάνυχτα
από την ποιητική συλλογή "ΦΕΓΓΑΡΟΦΩΤΟ"

Νύχτα του φεγγαριού και της παλίρροιας,
τ’ αστέρια φέγγουν
μέσ’ απ’ τις χαραμάδες της προσμονής.
Νύχτα του θάμπους και της ύφεσης,
φύκια πλεγμένα μ’ όνειρα
ξεβράζει στ’ ακρογιάλι.
Ο χρόνος χάθηκε φτερουγώντας
με τα χελιδόνια.
Ανάσα τρικυμίας στοιχειώνει τα όνειρά μου
κι ο έρωτας κομήτης
να σκίζει το άπειρο.

Μάγια Μποντζώρλου

Η γη των τσιγγάνων

Η γη των τσιγγάνων
από την ποιητική συλλογή "ΦΕΓΓΑΡΟΦΩΤΟ"

Νύχτα των αστεριών και της παλίρροιας,
μετεωρίτες ηλιοτροπίων ταράζουν τον ύπνο μου
κι η απελπισία χυμένη ολόγυρα,
όπως το μέλι πάνω στο τραπέζι.
Κορίτσια με ξανθές πλεξούδες
και μυρωμένα φουστάνια
οι αναμνήσεις με τραβάν πίσω,
στις μέρες του Αυγούστου.
Κλείνω τα μάτια
κι αφουγκράζομαι το πάτημά σου
πάνω στα καλντερίμια του μεσοκαλόκαιρου.
Σε νιώθω να περνάς
πίσω από σφαλισμένες γρίλιες,
πότε καλπασμός,
πότε φτερούγισμα.
Κι ο έρωτας γινωμένο ρόδι
τ’ απομεσήμερο.
Ο χρόνος ψαροπούλι
χάθηκε στα κύματα.
Ανάσα τρικυμίας η ανάσα σου.
Στην ύφεση των ονείρων μου
σε κάλεσα
κι όταν ήρθες
μάζεψα τους χυμούς του έρωτα
απ’ τ’ αυλάκια του κορμιού σου,
σφάλισα τα μάτια σου μ’ αμάραντα
κι ύστερα τράβηξα μονάχη
για τη γη των τσιγγάνων.

Μάγια Μποντζώρλου

Παλίρροια

Παλίρροια

από την ποιητική συλλογή "ΦΕΓΓΑΡΟΦΩΤΟ"

Στα χέρια κράτησες
το χαλινάρι της παλίρροιας
και τον έρωτα
χάντρα στο στήθος.
Τα μάτια γέμισες
με το χρώμα της θάλασσας
και στην καρδιά
πετάξαν χελιδόνια.
Κάποια νυχτιά
μια ξωτικιά αγάπησες
φερμένη απ’ τ’ ακρογιάλι.
Μάτια φεγγάρια
κι η αναπνοή σου Άνοιξη.

Μάγια Μποντζώρλου

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Έρωτας

Έρωτας

από την ποιητική συλλογή ΟΝΕΙΡΟ

Ελάτε γεράνια και πάρτε τον έρωτα.
Απλώστε το χάδι του σε φύλλα λεμονιάς,
πάνω σε άνθη πασχαλιάς ξεδιπλώστε την πνοή του.
Τυλίξτε τις κορφοβελόνες του έλατου
με το χνούδι του πανωχειλιού του,
ντύστε τις πατούσες του γυάκινθου
με το γαληνό του βλέμμα.
Πάρτε τον έρωτα πάνω στα γιορτινά τραπέζια.
Στις χώρες του Αύγουστου ξετυλίξτε τη μορφή του,
πάνω στ’ αμπέλια και στους ελαιώνες της Μεσόγειος.
Έρωτας ξεχύθηκε απ’ την κόχη της νύχτας
και την πολιτεία πλημμύρισε.
Όνειρα κι αφροί λευκοί κυλάν
απ’ το κούτελο της πέτρας
κι η μέρα τεντώθηκε,
όμοια γάτα που λιάζεται στον ήλιο.
Ίσκιοι κι ανάμνησες του καλοκαιριού
νωχελικά με ζώνουν
κι απαλά μου χαϊδεύουν το πρόσωπο.
Έρωτας ζέστανε την άκρη της γης.
Με σφαλιστά τα μάτια ονειρεύομαι
το τελευταίο ταξίδι για το Νότο.

Μάγια Μποντζώρλου

Ονείρεμα

Ονείρεμα

από την ποιητική συλλογή ΦΕΓΓΑΡΟΦΩΤΟ

Μπαλάντα της νύχτας,
της βροντής
και του σύννεφου,
μπαλάντα του πελαγίσιου αέρα,
σάλεμα φύλλων την ώρα του σούρουπου
γη, ουρανός κι αστέρια.
Σμίξαμε τη νύχτα του χαμού
πάνω στη νοτισμένη γη,
κάτω απ’ την Πούλια.
Χελιδόνια κουρνιάζουν στις μασχάλες σου.
Ο ιδρώτας σου,
δάκρια του φεγγαριού,
χαράζει το κορμί μου.
Τα μάτια σου,
μαύρες λίμνες,
ξεχύθηκαν στο σώμα μου,
το βογκητό σου
ο αχός της παλίρροιας.
Στο στόμα κρατούσες τριαντάφυλλο,
άγγιγμα από φίλντισι,
αφρό της θάλασσας κι ονείρεμα
ηδονή ανάκατη με πελαγίσια αλμύρα
γη, ουρανός κι αστέρια.
Ο γαλαξίας σκίρτησε στο σώμα μου
κοράλλι της θάλασσας
μπαλάντα της χίμαιρας
γη, ουρανός κι αστέρια.
Έρωτας ξεχύθηκε
απ’ τις ρωγμές της νύχτας.
Μας πήρε ο άνεμος την ώρα που σμίγαμε
πάνω στη νοτισμένη γη.
Μη μιλάς άλλο πια,
μόνο αφουγκράσου την παλίρροια
μπαλάντα της χίμαιρας
τραγούδι του άπιαστου
γη, ουρανός κι αστέρια.


Μάγια Μποντζώρλου

ΑΓΝΑΝΤΕΜΑ

Αγνάντεμα

από την ποιητική συλλογή ΟΝΕΙΡΟ

Ξέπνοα μεσημέρια της Μεσόγειος
γαλάζιο τ' όνειρο φυσάει στις χώρες του Μάη
και τα πουλιά, που 'χαν τα φτερά από χρυσάφι,
ζυγιάζονται πάνω από πολιτείες φτιαγμένες
από αφρό κι έρωτα.
Άνεμος κι ουρανός κοντοζυγώνουν
κι εσύ άντρας του αλαργινού καταμεσής στα κύματα.
Γιρλάντες από σύννεφα λευκά στολίζουν το κορμί σου
κι ο ήλιος, καρφί της ηδονής, ανάμεσα στα μάτια.
Οι μέρες που 'χαν στα χέρια λευκά βότσαλα θα 'ρθούνε.
Μέρες με γιομάτα στήθια κι άρωμα γαζίας,
μέρες του αναπαμού και του έρωτα,
όμοια χελιδόνια που σπάθισαν παν' απ' τη θάλασσα.
Κι εσύ πάνω απ' τ' ακρογιάλια να χορεύεις γυμνός
τις νύχτες με πανσέληνο.
Άντρας του φεγγαριού και των κυμάτων.
Ανάσες κι ιδρώτας μ' ακουμπάν απ' το κορμί σου
και κείνο το τριαντάφυλλο που το κρατάς στο στόμα.
Δάκρυα σε μαργαριτάρι μαύρο η βροχή του Ιούνη
κι ο γαρμπής να ξεσηκώνει τα πουλιά
πάνω από θάλασσες που κλαίνε.
Πόσο κοντά και πόσο μακριά ειν' τ' αστέρια!
Πόσο κοντά και πόσο μακριά ειν' ο έρωτας!


Μάγια Μποντζώρλου

Νύχτες του Μάη

Νύχτες του Μάη
από την ποιητική συλλογή ΟΝΕΙΡΟ

Νύχτες που ζώνει η άνοιξη, από παντού, το σπίτι,
νύχτες των αστεριών και του έρωτα,
νύχτες του γιασεμιού και της παλίρροιας,
νύχτες για κόσμους που έρχονται απ' το πουθενά
και φτιάχτηκαν για μένα
νύχτες της προσμονής και του άπιαστου.
Νύχτες που γνέθει η μοναξιά
μεταξωτό κουκούλι, διάφανο
γυρωθέ απ' την ψυχή μου
και γίνεται πάχνη Φθινοπωρινή
κι άπνοια του κατακαλόκαιρου
και κείνο το πεφταστέρι γίνεται
που κυνηγούσα να πιάσω
σαν ήμουνα παιδί
κι ίσως το κυνηγάω ακόμα.


~


Νύχτες του Μάη το μυαλό μου το παιδεύουνε,
νύχτες του φεγγαριού ψαχουλεύουν την ψυχή μου.
Ένα τραγούδι, ένα λουλούδι, ένα παράπονο,
ένα χαμόγελο που μάζεψα, πεταγμένο στο δρόμο.
Νύχτες του Μάη το μυαλό μου το παιδεύουνε
οι δικές σου οι νύχτες ψαχουλεύουν την ψυχή μου.


Μάγια Μποντζώρλου

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

Aιγαιοπελαγίτικο

Aιγαιοπελαγίτικο


Από την ποιητική συλλογή "Φρέγια"


Πέρ' απ' τα ήσυχα ακρογιάλια της Μεσόγειος,

πάν' από κλήματα τ' Αυγούστου ιδρωμένα

πέταξες,

σ' ουρανούς ασυννέφιαστους,

στη γη της Επαγγελίας.

Πουλιά λευκά σ' ακολουθούν.

Αγέρας,

γεμάτος αρμύρα κι υποσχέσεις,

σε χτυπάει,

μπάτης θαλασσινός

από τη γη τ' Ατρέα.

Κι εσύ,

Θεός της θάλασσας ατάραχος,

το βλέμμα στρέφεις

στων Αχαιών τη χώρα.

Πέταγμα γλάρων γοργοφτέρουγων

παν' απ' το κύμα.

Όστρακα γυαλίζουν στο στήθος της Σαλώμης

που σε καλεί απανωθέ της.

Φίλντισι τα χέρια,

φύκια τα μαλλιά,

κοράλι για τα χείλη.

Χορός του πέλαγου

για σένα και για μένα.

Τ' όνειρο γίνηκε θάλασσα

κι ήλιος που πελεκάει τις σάρκες,

σπίτια λευκά

κι άνεμος

να φουσκώνει τις αναστάτωσες.

Ανεμώνες λυγερόκορμες

χορεύουν στου ορίζοντα τα βάθη.

Κόκκινο της ζωής,

πράσινο του πελάγους

και χρυσαφένιο του ήλιου.

Γοργόνες σφυρίζουν στα καράβια

και τα δελφίνια να ερωτεύονται τη θάλασσα.

Γαλάζιο τ' ουρανού,

μαβί για το ξημέρωμα.

Κι εγώ να καρτεράω

με τα μαλλιά λιτά στον άνεμο

αντένες καραβιών τρικάταρτων.

Τέλος δεν έχει η προσμονή,

άκρη δεν έχει η θάλασσα.

Κοχύλια οι Τρίτωνες μου κρεμάγαν στο λαιμό.

Η μέρα σφύριξε πέντε

βαπόρι που αχνοχάνεται στο βάθος.

Κι εγώ απ' το βυθό

αστερίες να μαζεύω

καταμεσής στο πέλαγος.

Μάτια γεμάτα θαλασσινή άρμη

με προστάζουν,

μάτια του χαμού

μ' ορίζουν

κι εσύ Αϊ Γιώργης

καβάλα σ' άσπρο άλογο.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Μπαλάντα στον ιδανικό εραστή

Μπαλάντα στον ιδανικό εραστή

Από την ποιητική συλλογή "Φρέγια"


Χελιδόνια του Μαρτιού να σκίζουν ουρανούς κόκκινους

κι εγώ τις νύχτες ν' αφουγκράζομαι το βογκητό των άστρων.

Κι εσύ στα μάτια να κρατάς αβεβαιότητα.

Οι χούφτες σου γεμάτες απ’ το τελευταίο χιόνι του χειμώνα

Το άγγιγμά σου ανατριχίλα γης νωπής κάποιου Μαγιάτικου

απόβροχου.

Ταγκό του πάθους Αργεντίνικο.

Άλογα λευκά με φτερά μολυβένια

κινάνε αγκομαχώντας για τη Δύση.

Άμποτε να γινόμουν κουρνιαχτός κάτω απ’ τα πόδια τους.

Μια γεύση λησμονιάς πλανιέται τούτο το απόβραδο.

Φουσκώνουν τα κύματα της Ατλαντίδας εκεί,

στα μακρινά του ορίζοντα τα βάθη.

Κι έγινε το βλέμμα σου φεγγάρι τ' Αυγούστου

να φωτίζει της ψυχής μου τα ξέφωτα.

Κι έγινε η ανάσα σου αγέρας ζεστός

που αναστατώνει τα στάχυα.

Ο θάνατος με χαιρετάει πίσω απ' τις σφαλισμένες γρίλιες.

Τ' όνειρο το 'χασα κάποια βραδιά που φύσαγε μέσα στην πόλη.

Τ' όνειρο φάνηκε στα πράσινα κύματα που σπάζουν μες στα μάτια σου.

Ταγκό του πάθους Αργεντίνικο.

Δάκρια πουλιά

Δάκρια πουλιά

Από την ποιητική συλλογή "Φεγγαρόφωτο"

Το τόξο του φεγγαριού

σημάδεψε τον έρωτα,

διαπέρασε την Πούλια,

ξεχύθηκε στο Γαλαξία

και τρύπησε την καρδιά μου.

Ματωμένες μπιγκόνιες λυγίζουν

στο βογκητό του σκοταδιού.

Κι εσύ, με της γάτας το πάτημα,

απλώνεις τα εαρινά όνειρα,

καρβέλια ψωμί,

στο τραπέζι της νύχτας.

Εραστής των κυμάτων

και των Φθινοπωρινών αναμνήσεων,

λυτρωτής των ραγισμένων στιγμών,

εξομολογητής του Έσπερου.

Κομματιασμένα δευτερόλεπτα

σπάζουν ολόγυρά σου

καθώς βαδίζεις στητός

στο δρόμο για το θάνατο.

Αντέστε να φέρετε την άνοιξη

που κρύφτηκε στην παγωνιά.

Αντέστε να μαζέψετε τον ήλιο

που σκόρπισε στη θάλασσα.

Αντέστε στη γη της ανεμώνας,

μαζέψτε τις αναμνήσεις

απ’ τις δροσοσταλίδες,

κεντήστε την προσμονή

με τα όνειρα,

έστω κι αν η μέρα της χίμαιρας

ξημερώσει μακριά μας.

Δάκρια πουλιά

οι θύμισες του έρωτα

θα ξεχυθούν στις στείρες αγκαλιές

και θ’ αναστήσουν το σώμα που κοιμάται,

μέσα απ’ τα μάτια,

μέσα απ’ τις αβέβαιες στιγμές,

μέσα απ’ τα σφαλισμένα χείλη…

Ίμερος

Ίμερος



Από την ποιητική συλλογή "Όνειρο"


Οι μέρες, που κράτησαν τον άνεμο,

διαβήκαν.

Μέρες που ' χαν για μάτια

κοχύλια άσπρα,

όμοιες πουλιά,

που χάθηκαν σε μακρινό ουρανό.

Μέρες απ' τον αφρό της λησμονιάς φτιαγμένες,

της ηδονής και της χίμαιρας.

Τον έρωτα τον γεύτηκα

μέσα σ' όστρακο πράσινο

στο χρώμα της θάλασσας,

κάθε που σκάλιζα οράματα

στα πέλαγα που με ζώναν.

Γούβες έκαν' η μοναξιά

μες στην ψυχή μου

και μέσα χάντρα, το μάτι της θύελλας.

Κι ύστερα ήρθες,

μαζί με τη νύχτα.

Μπαλάντες του χαμού

με πήγαν σε κόσμους άγνωστους.

Μπαλάντες του αλαργινού

μου όρισαν το δρόμο.

Έσταξ’ η νύχτα έρωτα

μέσ’ απ' των αστεριών τις ασημένιες κόχες.

Κι εγώ με φεγγαρόφωτο έκλεινα

τις χαραμάδες του κορμιού σου.

Όνειρα του γιασεμιού και του ίμερου

με κύκλωσαν.

Τι είναι τ' αληθινό και τι είναι ψεύτικο;

Όσο κι αν έψαξα δε βρήκα.

Μόνο τη γεύση κράτησα

από την αχλή των στιγμών

και τ' αστέρι τριαντάφυλλο,

να το φοράω στο στήθος.

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Φως

Φως χυμένο
όπως ο μούστος το μεσοκαλόκαιρο.
Φως που χαράζει τις θύμισες
φως για το ξημέρωμα των ονείρων
φως για τα μάτια που έκλαψαν.
Φως στις στράτες
που κράτησαν το γέλιο των παιδιών.
Φως γι’ αυτούς που αγάπησαν,
μέλι μοιρασμένο σε πικραμένα χείλη.
Πέταξες,
γλάρος λευκός,
πάνω απ’ τ’ ακρογιάλια του μεσοκαλόκαιρου,
ονειροφαντασία κι αλάφιασμα.
Μ’ άγγιξες
με την άκρη του κυκλάμινου,
με λύτρωσες με το βογκητό σου.
Σκιά ελαφιού η αγάπη
στα σοκάκια του Αύγουστου,
κόκκινη ανεμώνα της ηδονής.
Φως χυμένο στις στράτες του καλοκαιριού,
του έρωτα και της ανάστασης,
λίκνισμα της Πούλιας στα γεφύρια των εραστών.
Φως για τις στιγμές
που κλώσησαν τα όνειρα
τις νύχτες του Αποσπερίτη.
Φως στο τραπέζι της προσμονής,
μέλι μοιρασμένο
σε σφαλισμένα χείλη.

Μάγια Μποντζώρλου

Φεγγαρόφωτο

Φύσηξε νοτιάς
πάν’ απ’ το χορτάρι
που πλαγιάσαμε
κι άνοιξαν τα γερμένα παράθυρα.
Κούρνιες πουλιών οι παλάμες σου
όταν μ’ αγκάλιαζες
και στο βλέμμα σου
έφεγγε ο Έσπερος.
Τα βήματά σου αφουγκράστηκα
στο πλακόστρωτο,
σφύριγμα κροταλία
μέσα στη νύχτα.
Έφυγες για τα μέρη της Πούλιας
πάνω σ’ άτι λευκό
στεφανωμένος με γεράνια,
στράτα χαραγμένη με κρύσταλλο.
Την ανάσα σου ακολούθησα
στη χώρα του Υάκινθου,
άντρας του ίμερου και της αναχώρησης,
του Νοτιά και της Ανάστασης.
Σ’ αντάμωσα τη νύχτα του χαμού
στην κόψη της στιγμής που ξεχάστηκε.
Φτερούγες γερακιών
είχες στους ώμους
και στα μάτια
ανταριασμένο πέλαγος.
Πληγωμένα αστέρια
σκεπάσαν το σώμα σου
κι ύστερα σμίξαμε
την ώρα της Σελήνης.

Μάγια Μποντζώρλου

Ταξιδιάρικα πουλιά

2ο Βραβείο Ποίησης ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ-
ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Μετράω τ’ αστέρια
παν’ απ’ την έρημο.
Αφουγκράζομαι τις στιγμές
στην καρδιά της παλίρροιας,
σφαλισμένα όνειρα,
σφραγισμένα μάτια.

*********
Έφυγ’ η αγάπη,
κύλησε σαν το κρασί
μέσα απ’ τη στιγμή
που ράγισε,
μέσα απ’ τα μάτια
που έκλαψαν.

**********

Χάθηκ’ η αγάπη,
τρένο που σφύριξε
τη νύχτα,
γεράκι που φτερούγισε
σε ματωμένο ουρανό.
Χάθηκ’ η αγάπη,
ξεχασμένο πεφταστέρι
στην έρημο,
φτερό του καρχαρία
στο βάθος της θάλασσας.
Κλάμα νεράιδας
η αγάπη
κύλησε στο λυκόφως των κυκλάμινων.
Στάχτη του σούρουπου
τα βήματά σου
στην καρδιά της παλίρροιας
κι ο έρωτας έσβησε
απ’ τον ήχο των κυμάτων

Νύχτα,
μαντόνα της ύφεσης,
νύχτα του αλαφροΐσκιωτου
και της άρνησης
όνειρα πουλιά ξυπνάν το κορμί μου
κι ο έρωτας,
μαγεμένος κομήτης,
να σκίζει το Άπειρο.

************
Τα όνειρά μου σφυρίζουν
μες στη νύχτα
και δε μ’ αφήνουν να κοιμηθώ,
σαν τον σκαντζόχοιρο,
κάτω απ’ το μαξιλάρι μου.

***********

Για ένα αξίζει η ζωή μου
κι αυτό είναι
να φτιάχνω χαρταετούς
για να τους πετάω
στα όνειρά μου.

*******
Φύσαγε αγέρα,
φύσαγε
και πάρε με
στη γη των Λωτοφάγων,
στη χώρα της γαληνεμένης θάλασσας
για να μαζέψω αστερίες και κοχύλια
απ’ τ’ ακρογιάλια των εραστών.

******

Μέρες πουλιά με προσπερνούν
και χάνονται
παλίρροιες πόθων
που ξεσπούν
σε ξενικά ακρογιάλια.
Μέρες φεγγάρια
φωτίζουν το κατόπι μου,
ανάσες
που φουντώνουν την προσμονή.
Τι είναι αυτό που περνά,
με προσπερνά
και χάνεται;
Ο δρόμος που τραβάω
πού με βγάζει;
Από ομίχλη
ήταν το χέρι
που με χάιδεψε
κι ο έρωτας
κόκκινο τριαντάφυλλο
ανάμεσα στα χείλη.

Μάγια Μποντζώλου

Αστερίας

Γεννήθηκες απ’ τη μήτρα της νύχτας,
γυμνός,
θαλασσινός αστερίας πάνω στα βότσαλα.
Ξεπήδησες απ’ τη ρωγμή του σκοταδιού,
άντρας του κοραλλιού
και της χίμαιρας,
της λησμονιάς
και της Ανάστασης.
Κι ύστερα περπάτησες
μέσα στα ηλιοτρόπια,
κάποιο ξημέρωμα
σε μια μαγεμένη γη.
Μάτια του πελάγους,
ανάσα της άνοιξης.
Νεράιδες ερωτεύονται
στο ξύπνημα των κυκλάμινων,
στο λίκνισμα των ανεμώνων,
στο γύρισμα της μέρας που φεύγει.
Κι εσύ περιδέραιο στο λαιμό
περνάς τα όνειρά μου.
Κρωγμοί πουλιών οι στιγμές
χάνονται με τον άνεμο.
Κι εσύ ζώνη στη μέση σου
φοράς την αγκαλιά μου.
Η ζωή μετριέται με τις αυταπάτες μας
κι ο έρωτας η μεγαλύτερη.

Μάγια Μποντζώρλου

Αποχαιρετισμός

Ανταύγειες ονειρικών ηλιοτροπίων
με τυλίξαν
την ώρα που οι σκιές των αερικών
πέφταν πάνω στα κύματα.
Αλμύρα και σούρουπο,
παλίρροια κι αγέρας.
Ο έρωτας έσπαζε,
αφρός,
στα πόδια μου
κι ανάσαινα το γιασεμί του Απείρου,
πριν σ’ αντικρίσω.
Λυκόφωτο του κυκλάμινου
και της ηδονής.
Αλμύρα και σούρουπο,
παλίρροια κι αγέρας.
Ήρθες,
απ’ τη μεριά της θάλασσας,
γυμνός
και στάθηκες μπροστά μου.
Η άμμος στέγνωνε
πάνω στο κορμί σου.
Για μάτια
είχες κοχύλια λευκά
της Σερίφου
και στα μαλλιά
μπλεγμένα φύκια.
Στ’ αριστερό σου αφτί,
για σκουλαρίκι,
κρεμόταν ένας Τρίτωνας
και στα χέρια ανέμιζες,
ηδονικά,
του Ωκεανού τα δίχτυα,
γύρω απ’ το σώμα σου,
για να με φυλακίσεις.
Σπαθί από κόκαλο φάλαινας
κρεμόταν απ’ τη μέση σου,
μισό αλμύρα, μισό λέπια.
Ήσουν της τρικυμίας
και της ηδονής,
στήθος δασύ
κι η αναπνοή σου Ζέφυρος.
Μ’ αγκάλιασες σαν κύμα
ανταριασμένο του πελάγους
κι ύστερα αγκαλιασμένοι
στ’ ανοιχτά χαθήκαμε,
όπως τα βότσαλα
που ρίχνουν τα παιδιά
στη θάλασσα.
Μάγια Μποντζώρλου

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Η έβδομη νύχτα του Έρωτα

Την έβδομη νύχτα του Έρωτα

τη μοναξιά την τσάκισα στα δύο,

του Γενάρη ξερόκλαδο, ριγμένο στο δρόμο.

Τον άνεμο τον μοίρασα

σ' εκείνους που 'χαν τα χέρια

αδειανά από όνειρα

τον ουρανό για τα μάτια της θύελλας,

το σύννεφο της ηδονής

Την έβδομη νύχτα του Έρωτα

πουλιά λευκά με φτερά από μάλαμα

σκαλίζαν με το ράμφος τους τις θύμισες.

Αναμνήσεις ανάκατες με το νερό της θάλασσας

σπάζουν χαμηλά στ' ακροθαλάσσι.

Κι ο πόθος αχτίδα κάποιου ξεχασμένου γαλαξία

Όλος ο κόσμος έγινε κομμάτια της ψυχής μου,

λιοντάρι που βρυχάται καθώς ζυγώνει ο θάνατος.

Παραλοϊσμένα όνειρα με ζώνουν τα βράδια

κι εσύ ξυπόλητος,

με τη σκιά του χαλασμού στα μάτια,

μπροστά μου χόρευες γυμνός

τις νύχτες της πανσέληνου.

Την έβδομη νύχτα του Έρωτα

του γιασεμιού το άρωμα το ντύθηκα,

τη μοναξιά την τσάκισα στα δύο,

του Γενάρη ξερόκλαδο ριγμένο στο δρόμο.

Μόνο τ' αστέρι κράτησα,

δάκρυ χρυσό,

ανάμεσα στα μάτια.

Μάγια Μποντζώρλου

Από την ποιητική συλλογή "ΟΝΕΙΡΟ"

Ο Χαρταετός

Επιθυμίες κι όνειρα

φυσάν

έξω απ’ τα κλεισμένα παράθυρα..

Τι αξίζει ζωή που δε δοκιμάστηκε;

Μονάχα η ελπίδα

γυρνάει τον τροχό του χρόνου

φωτεινή χαραυγή

σ' ανταριασμένη νύχτα.

Ζέφυρος η ελπίδα

το μεσοκαλόκαιρο,

αγαπημένου χάιδεμα,

ερωτική προσμονή.

Αλόγου χλιμίντρισμα

η ελπίδα

το σώμα ξεσηκώνει

που κοιμάται.

Τι κι αν έξω αντηχήσαν οι σάλπιγγες,

πάνω στα καλντερίμια,

μέσα στην πόλη...

Μονάχα τον απόηχό τους ακούω

τα μεσάνυχτα.

Δεν αξίζει ζωή που δε δοκιμάστηκε.

Χαρταετός πολύχρωμος η ελπίδα,

που πέταξα όταν ήμουνα παιδί

για να τον ψάχνω ακόμα.

Μάγια Μποντζώρλου


Ανθολογία ποιητικού και πεζού λόγου "ΜΗ ΒΙΑ"
εκδ. ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009

Δε φτάνει ο χρόνος

Δε φτάνει ο χρόνος

να μετρήσεις τ’ αστέρια

όταν ο θάνατος είναι στο κατόπι σου.

Χρόνο δεν έχεις να βουτήξεις στα κύματα,

ούτε ν’ ακολουθήσεις τα χελιδόνια.

Όσο πιο πολύ σπαθίζουν

πάνω απ’ το κεφάλι σου

τόσο πιο πολύ καταλαβαίνεις πως δεν έχεις χρόνο.

Όσο προφταίνεις όμως φτιάξε

το δικό σου γαλαξία

απ’ τις πεταλούδες της άνοιξης,

τότε που τα όνειρα,

φεγγάρια ολόγιομα,

φώτιζαν την ψυχή σου.

Όσο πιο πολλές οι πεταλούδες

τόσο πιο λαμπρός ο γαλαξίας σου

κι άσε το θάνατο

να έρχεται από πίσω.

~~~~~

Σ’ άδειους δρόμους μ’ οδηγάει η ζωή,

όμως οι νύχτες μου

φωτίζονται με κοραλλένια αστέρια.

Μάγια Μποντζώρλου



Ανθολογία ποιητικού και πεζού λόγου "ΜΗ ΒΙΑ"
εκδ. ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009

Αμμουδιές της Πανσελήνου

Τη σκοτεινιά του Ωκεανού
είχες στα μάτια
και στα μαλλιά
φορούσες στεφάνι του Διόνυσου.
Τα μπράτσα σου σκέπαζαν
φύκια του βυθού
κι οι πόθοι φίδια
κουλουριασμένα στο σώμα σου.
Με κάλεσες κοντά σου
με το κοχύλι της θάλασσας
και σ’ ακολούθησα
στις αμμουδιές της Πανσελήνου,
σκιά του Βορρά,
ανάσα της χίμαιρας.
Στο κορμί σου ψηλάφισα
τις πληγές των αστεριών
και με το δάκρυ σου
χάραξες το σκοτάδι της νύχτας.
Ο δρόμος μας ήταν
μέσα απ’ τ’ αρχαία ιερά,
στο φεγγαρόφωτο της άνοιξης,
εξομολογητές των νυχτερινών αναμνήσεων,
προσκυνητές της αφοσίωσης.
Μου ‘πες πως μ’ αγαπάς
στα ξέφωτα του Χείρωνα.
Μα η ζωή ολοένα μας πάει
στα σταυροδρόμια της.


Μάγια Μποντζώρλου

Ανθολογία ποιητικού και πεζού λόγου "ΜΗ ΒΙΑ"
εκδ. ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009

Φθινόπωρο

Τι θα ‘χει μείνει

όταν η πασχαλιά

χάσει τ’ άρωμά της;

Τι θα ‘χει μείνει

από τα μάτια

που έκλαψαν;

Πεζή σ’ ακολούθησα

στη χώρα της θύελλας.

Η μορφή σου,

σκαλισμένη στα σύννεφα,

στοίχειωνε τη μέρα.

Στάχτη στον άνεμο ο πόθος

πάν’ απ’ τις ανεμώνες,

που ζωγραφίσαμε

στην άκρη του ορίζοντα..

Τσιγγάνοι τραγουδούσαν

το τραγούδι μας

πάνω από θάλασσες του Φθινοπώρου

κι ο έρωτας,

φτερό του καρχαρία,

να σκίζει το Άπειρο.

Μάγια Μποντζώρλου


<ΜΗ ΒΙΑ>>

εκδ. ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009